- ἀλλοιόμορφος
- ἀλλοιό-μορφος, ον,A strangely formed,
ἄνθρωπος Hanno Peripl.7
;θεωρία Onos.10.28
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνθρωπος Hanno Peripl.7
;θεωρία Onos.10.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλοιόμορφος — η, ο (Α ἀλλοιόμορφος, ον) αυτός που έχει μεταβαλλόμενη μορφή, ο παράδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + μορφος < μορφή] … Dictionary of Greek
ἀλλοιομόρφους — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιομόρφῳ — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιόμορφοι — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek